γιοματίζω

γιοματίζω
βλ. γευματίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγιομάτιστος — η, ο [γιοματίζω] ο αγευμάτιστος* …   Dictionary of Greek

  • γεματίζω — και γιοματίζω [γευματίζω] γευματίζω …   Dictionary of Greek

  • γευματίζω — και γιοματίζω (Μ γευματίζω) [γεύμα] 1. τρώγω, παίρνω (κυρίως το μεσημεριανό) γεύμα 2. δοκιμάζω, γνωρίζω …   Dictionary of Greek

  • γεματίζω — βλ. γευματίζω και γιοματίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”